Η συστηματική και αυτόματη επιβολή καραντίνας σε όλους τους νεοεισερχόμενους αιτούντες-ούσες άσυλο στη Χίο συνιστά παράνομη κράτηση σύμφωνα με το ελληνικό, το ευρωπαϊκό και το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η πρακτική της μαζικής καραντίνας τερματίστηκε πρόσφατα στη Χίο, ωστόσο η κατάσταση παραμένει ασαφής, δίνοντας την εντύπωση ότι εξακολουθεί να υφίστατι ένα νομικό κενό. Η παρούσα έκθεση ρίχνει φως στην εφαρμοζόμενη πολιτική καραντίνας, ενώ παράλληλα καταγράφει και κατηγοριοποιεί τις νομικές διαδικασίες και προϋποθέσεις.
Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη την έκθεση.
Η καραντίνα ως πρόσχημα για την παράνομη κράτηση αιτούντων-ουσών άσυλο
Η έκθεση, έπειτα από μια επισκόπηση της γενικής κατάστασης για τους-τις αιτούντες-ούσες άσυλο στην Ελλάδα και ένα χρονικό των μέτρων που έχουν ληφθεί για την προστασία από τον κορονοϊό, επικεντρώνεται στο ευρωπαϊκό Χοτσπότ της Χίου, που αντανακλά την ευρύτερη ελληνική και ευρωπαϊκή πολιτική θωράκισης απέναντι στους-στις μετανάστριες και ποινικοποίησης της μετανάστευσης. Η διάκριση και πλήρης αποσύνδεση της πρακτικής καραντίνας στο Χοτσπότ της Χίου από τις γενικές πολιτικές και κανόνες σχετικά με τον Κορονοϊο έχει αναπόδραστα οδηγήσει στον αποκλεισμό και την καταπάτηση των δικαιωμάτων των αιτούντων-ουσών άσυλο.
Η έκθεση διαπιστώνει, ότι όσοι-ες βρίσκονται σε καραντίνα είναι de facto και de jure αιτούντες-ούσες άσυλο. Στη συνέχεια επισημαίνει ότι η πρακτική της καραντίνας στη Χίο ισοδυναμεί με κράτηση και εξετάζει τη νομική βάση σχετικά με την κράτηση των αιτούντων-ουσών άσυλο. Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πρακτική της καραντίνας στη Χίο παραβιάζει το ελληνικό, το ευρωπαϊκό και το διεθνές δίκαιο σε πολλαπλούς τομείς και ως εκ τούτου συνιστά παράνομη κράτηση.
Απολύτως ακατάλληλες συνθήκες κράτησης
«Ήταν σαν φυλακή. Δεν υπήρχε καμία δραστηριότητα. Ήταν ένα δωμάτιο και εμείς απλά παραμέναμε σε αυτό... Ήταν δύσκολο να αντέξεις αυτή την κατάσταση". Η παραπάνω μαρτυρία απηχεί τη γενικότερη εικόνα της πρακτικής της καραντίνας, η οποία επιβεβαιώθηκε από το υλικό των συνεντεύξεων αλλά και κατά τη νομική εκπροσώπηση αιτούντων-ουσών άσυλο στη Χίο.
Η καταγραφή των συνθηκών καραντίνας ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς η πρόσβαση σε δικηγόρους απαγορεύτηκε και η αστυνομία αφαιρούσε τα κινητά τηλέφωνα των εγκλείστων.
Διαπιστώσαμε ότι όχι μόνο η πρακτική της καραντίνας ως τέτοια παραβιάζει το ελληνικό, το ευρωπαϊκό και το διεθνές δίκαιο, αλλά επίσης ότι οι διαδικασίες και ο τρόπος εφαρμογής της αντιβαίνουν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα: μη επαρκής τροφή και νερό, καμία ή ελάχιστη πρόσβαση σε ψυχαγωγικές δραστηριότητες, κοινή κράτηση ανδρών και γυναικών, παντελής έλλειψη ιδιωτικότητας, ανεπαρκείς εγκαταστάσεις υγιεινής και ακατάλληλες συνθήκες για τα ευάλωτα άτομα. Η ιατρική περίθαλψη, τέλος, υπήρξε υποτυπώδης ή ανύπαρκτη, και το γενικότερο περιβάλλον κράτησης κάθε άλλο παρά συνέβαλλε στην πρόληψη της εξάπλωσης του Κορονοϊού.