Ο Kανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ ρυθμίζει την οικογενειακή επανένωση στα άρθρα 8-10, 16, 17(2), τα οποία ορίζουν ότι το κράτος μέλος της ΕΕ που είναι υπεύθυνο για την αίτηση ασύλου ενός προσώπου είναι εκείνο στο οποίο τα μέλη της οικογένειας είναι ήδη εγκατεστημένα, ενώ στην περίπτωση των ασυνόδευτων ανηλίκων τα κράτη μέλη όπου βρίσκονται συγγενείς και αδέλφια. Στο πλαίσιο αυτό, το πρόσωπο αναφοράς πρέπει να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για μια εν εξελίξει διαδικασία ασύλου ή για μια ολοκληρωμένη που έχει οδηγήσει σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Εξαιρέσεις προβλέπονται ιδίως για τους ασυνόδευτους ανηλίκους. Στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος απορρίψει την αίτηση ενός προσώπου, αυτό πρέπει να παραμείνει στο κράτος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση ασύλου και η οικογενειακή επανένωση δεν πραγματοποιείται. Τα κράτη μέλη της ΕΕ – και ιδιαίτερα η Γερμανία - εφαρμόζουν τον κανονισμό πολύ αυστηρά και θέτουν υπερβολικές απαιτήσεις όσον αφορά την απόδειξη των επιμέρους προϋποθέσεων - κυρίως την απόδειξη των οικογενειακών δεσμών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τον μακροχρόνιο ή και μόνιμο διαχωρισμό των οικογενειών. Καθώς οι διαδικασίες είναι αμιγώς διακρατικές, οι ενδιαφερόμενοι-ες συχνά δεν έχουν πληροφόρηση σχετικά τους λόγους της απόρριψής τους ή τους μαθαίνουν πολύ αργότερα. Συνεπώς, η εποπτεία των διαδικασιών και η ανάληψη δράσης κατά των παράνομων απορρίψεων είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της υποχρέωσης των κρατών να κατοχυρώνουν την οικογενειακή ενότητα. Ο οδηγός αυτός παρουσιάζει αναλυτικά τη διαδικασία και επικεντρώνεται στα συχνότερα προβλήματα και τις δυνατότητες επίλυσής τους.